ισοβαθμώ — ισοβαθμώ, ισοβάθμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοβαθμώ — ισοβάθμησα, έχω τον ίδιο βαθμό: Οι ομάδες της πόλης μας ισοβάθμησαν στο πρωτάθλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)